- συγγνωμονικός
- -ή, -όν, Α [συγγνώμων, -ονος]1. αυτός που είναι πρόθυμος στο να συγχωρεί, που τού αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ συγγνωμονικός», Αριστοτ.)2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομολογία ή σε αναίρεση3. (για πράγμ.) άξιος συγγνώμης.επίρρ...συγγνωμονικῶς Αμε διάθεση για συγγνώμη.
Dictionary of Greek. 2013.